- κατάριζα
- επίρρ., σύρριζα, με όλη τη ρίζα: Το δέντρο σκουλήκιασε κατάριζα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάρριζος — και κατάριζος, η, ο (AM κατάρριζος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη. επίρρ... κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα) νεοελλ. 1. από τη ρίζα, σύρριζα 2. στη ρίζα τού βουνού, στη βάση μσν. δίπλα … Dictionary of Greek